Το βοηθητικό ρήμα εἰμί (=είμαι, υπάρχω)
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
εἰμί
εἶ
ἐστί(ν)
ἐσμέν
ἐστέ
εἰσί(ν)
|
ὦ
ᾖς
ᾖ
ὦμεν
ἦτε
ὦσι(ν)
|
εἴην
εἴης
εἴη
εἴημεν/εἶμεν
εἴητε/εἶτε
εἴησαν/εἶεν
|
--
ἴσθι
ἔστω
--
ἔστε
ἔστων/ ἔστωσαν
|
εἶναι
|
ὤν (ὄντος)
οὖσα (οὔσης)
ὄν (ὄντος)
|
Παρατατικός
|
ἦ/ ἦν
ἦσθα
ἦν
ἦμεν
ἦτε
ἦσαν
|
ΔΕΝ ΕΧΕΙ
|
||||
Μέλλοντας
|
ἔσομαι
ἔσῃ/ ἔσει
ἔσται
ἐσόμεθα
ἔσεσθε
ἔσονται
|
ΔΕΝ ΕΧΕΙ
|
ἐσοίμην
ἔσοιο
ἔσοιτο
ἐσοίμεθα
ἔσοισθε
ἔσοιντο
|
ΔΕΝ ΕΧΕΙ
|
ἔσεσθαι
|
ἐσόμενος
ἐσομένη
ἐσόμενον
|
ü Το
ρήμα εἰμί λέγεται βοηθητικό γιατί
χρησιμεύει στο να σχηματιστούν περιφραστικά κάποιοι τύποι ρημάτων. Όταν έχει
την έννοια του υπάρχω λέγεται υπαρκτικό.
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ: Όταν το εἰμί είναι συνδετικό
ρήμα ακολουθείται από κατηγορούμενο, ενώ όταν είναι υπαρκτικό δεν ακολουθείται:
π.χ. Σωκράτης ἐστί σοφός→ το ρήμα
είναι συνδετικό και το σοφός είναι κατηγορούμενο ΕΝΩ οὐκ ἔσθ ‘ οὗτος ἀνήρ (=δεν υπάρχει αυτός ο άνθρωπος) → το ρήμα είναι
υπαρκτικό
ü Οι αρχικοί χρόνοι του ρήματος είναι οι
εξής:
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: εἰμί
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ: ἦν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ: ἔσομαι
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β’: ἐγενόμην
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ: γέγονα
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ: ἐγεγόνειν
ü ΤΟΝΙΣΜΟΣ: Το
γ΄ ενικό (ἐστί) τονίζεται στην παραλήγουσα:
1. στην
αρχή της πρότασης: ἔστι δέ τις.
2. όταν
είναι υπαρκτικό
3. ύστερα
από τις λέξεις εἰ, ὡς, καί, οὐκ, μή, μέν, ὅτι, τοῦτο,
ἀλλά
4. στις
φράσεις ἔστιν ὅπου, ἔστιν ὅς (= κάπου), ἔστιν ὅτε (= κάποτε)
Όταν είναι σύνθετο
αναβιβάζει τον τόνο στον ενεστώτα
της οριστικής (πάρειμι, πάρει, πάρεστι κλπ) και στα δεύτερα πρόσωπα της
προστακτικής ενεστώτα (πάρισθι, πάρεστε)