Τα είδη του κατηγορουμένου



ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ
ΕΙΔΟΣ
ΑΠΛΟ
ΓΕΝΙΚΗ
ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟ
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
(επίθετο κυρίως)
ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟ
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
(επίθετο κυρίως)
ΣΗΜΑΣΙΑ
Αποδίδει ιδιότητα στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος
Είναι κατηγορούμενο σε πτώση γενική
Εκφράζει επιρρηματική σημασία
Δηλώνει την ιδιότητα που θα αποκτήσει το υποκείμενο όταν ολοκληρωθεί η ρηματική ενέργεια
ΡΗΜΑΤΑ
ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
ΣΥΝΔΕΤΙΚΑ
ΣΥΝΔΕΤΙΚΑ
Δεν εξαρτάται από συνδετικά ρήματα αλλά από οποιοδήποτε ρήμα, συνήθως ρήμα κίνησης
Από ρήμα που σημαίνει , αύξηση, εξέλιξη
π.χ. ἀνατρέφω, αὐξάνω, αἴρομαι(=σηκώνω), αἴρω, οἰκοδομῶ, διδάσκω, ῥέω, πνέω, ἀποβαίνω, τρέφομαι, πνέω,αὔξομαι
ΕΙΔΗ/
ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ

1.    Γενική κατηγ. κτητική
2.    Γεν. κατηγ. διαιρετική
3.    Γεν κατηγ. ιδιότητας (ηλικία, μέγεθος, χαρακτηριστικό)
4.    Γεν. κατηγ. ύλης
5.    Γεν. κατηγ. αξίας (μνᾶ, ταλάντων)
1.    ΤΡΟΠΟΥ: ἑκών= ἐθελούσιος= ἐθελοντής, ἄκων, ἄσμενος, ὑπόσπονδος, αὐτοκράτωρ, αἰφνίδιος, ἀντίος, ἐνάντιος, ἀρθρόος (σύσσωμος),ἄκριτος (αδίκαστος),ἄπρακτος
2.    ΤΟΠΟΥ: ὑπαίθριος, πελάγιος, μέσος, μετέωρος
3.    ΤΑΞΗΣ: πρῶτος, πρότερος, ἔσχατος, ὕστατος, ὕστερος
4.    ΣΚΟΠΟΥ: βοηθός, διδάσκαλος
5.    ΧΡΟΝΟΥ: σκοταῖος, ὄρθριος, ἐτήσιος, δευτεραῖος, τριταῖος[1]





Παρατηρήσεις για το κατηγορούμενο- Κατηγορούμενο του αντικειμένου

·        Κατηγορούμενο μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ονοματικός τύπος, δηλαδή αντωνυμίες, αριθμητικά, ουσιαστικοποιημένα επίθετα και μετοχές, απαρέμφατο, καθώς και δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις.
Π.χ. Ἡ πόλις φρούριον κατέστη (ουσιαστικό)
Τὸ λέγειν πράττειν ἐστίν. (απαρέμφατο)
·        Το κατηγορούμενο συμφωνεί πάντα σε γένος, πτώση και αριθμό με τον όρο στον οποίο αναφέρεται, δηλαδή με το υποκείμενο ή το αντικείμενο.
·        Σε αρκετές περιπτώσεις, όμως, όταν το υποκείμενο είναι μια αφηρημένη ή γενική έννοια, το κατηγορούμενο βρίσκεται σε ουδέτερο γένος ενικού αριθμού, ανεξάρτητα από το γένος του υποκειμένου, π.χ. Ἡ μὲν φύσις ἐστὶν ἄτακτον (=η φύση είναι κάτι το απείθαρχο)
·        Κατηγορούμενο του αντικειμένου: Ορισμένα ρήματα συντάσσονται με δύο αιτιατικές από τις οποίες η μία λειτουργεί ως αντικείμενο του ρήματος και η δεύτερη ως κατηγορούμενο της πρώτης. Τέτοια ρήματα είναι:
1.    Τα δοξαστικά ρήματα: νομίζω, ἡγοῦμαι, κρίνω, ὑπολαμβάνω, φαίνομαι, δοκῶ
2.    Τα κλητικά ρήματα: καλῶ, λέγω, ὀνομάζω, προσαγορεύω

Π.χ. Νομίζω σε ἀγαθόν (=σε θεωρώ σπουδαίο)
        Τὴν φιλοπονίαν ἀρετήν καλῶ (=ονομάζω τη φιλοσοφία αρετή)
  
Το χρῶμαι πολλές φορές συντάσσεται με δύο δοτικές και συνήθως η μία με το ὡς ή χωρίς το ὡς είναι κατηγορούμενο στην άλλη, που είναι αντικείμενο. Όμως η δοτική που προσδιορίζει το αντικείμενο, πολλές φορές δεν είναι κατηγορούμενο αλλά επιθετικός ή κατηγορηματικός προσδιορισμός.

Π.χ.  Χρῶμαι τῷ ἀνθρώπῳ φίλῳ (=έχω τον άνθρωπο φίλο) àΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ

        Ἀνάγκη τοὺς νομοθετοῦντας λόγοις χρήσθαι παραπλησίοις (είναι ανάγκη, όσοι συμβουλεύουν, να χρησιμοποιούν παραπλήσια λόγια) àΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ

Τα συνδετικά ρήματα


§  Είναι αυτά που συνδέουν το υποκείμενο ή το αντικείμενο της πρότασης με το κατηγορούμενο
§  Συνδετικοί τύποι είναι και τα απαρέμφατα και οι μετοχές.
§  Συνδετικά είναι τα εξής ρήματα:
1.    Το εἰμὶ και όσα έχουν συγγενική σημασία: τυγχάνω, ὑπάρχω, διατελῶ, ἔφυν, πέφυκα, κεῖμαι, μένω, διαμένω.
2.    Τα γίγνομαι, καθίσταμαι (=γίνομαι), ἀποβαίνω(=γίνομαι), ἐκβαίνω(=γίνομαι)
3.    Όσα σημαίνουν εκλογή (προχειριστικά) στην παθητική τους σημασία, όπως: αἱροῦμαι( =εκλέγομαι), λαγχάνω(=εκλέγομαι με κλήρο), χειροτονοῦμαι(=εκλέγομαι με χειροτονία), ἀποδείκνυμαι(=διορίζομαι), παιδεύομαι
4.    Όσα σημαίνουν κλήση (=ονομασία) στην παθητική τους σημασία, όπως: λέγομαι, καλοῦμαι, ὀνομάζομαι, προσαγορεύομαι, ἀκούω (=λέγομαι, ονομάζομαι)
5.    Όσα σημαίνουν δόξα (=γνώμη) στην παθητική τους σημασία, όπως: νομίζομαι, φαίνομαι, κρίνομαι, δοκῶ (=φαίνομαι), ὑπολαμβάνομαι (=θεωρούμαι), ἔοικα (= φαίνομαι, μοιάζω).
6.    Όσα ρήματα έχουν τη σημασία του ποιῶ και του μεταβάλλω στην παθητική τους σημασία.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΣΥΝΔΕΤΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ:
Α. Το εἰμὶ δεν είναι συνδετικό όταν:
·         έχει την έννοια του υπάρχω (είναι δηλαδή υπαρκτικό). Συνήθως τότε συνοδεύεται από δοτική προσωπική, π.χ. Ἔστι μοι χρήματα πολλά (= υπάρχουν σε μένα χρήματα πολλά)
·         είναι απρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή σημαίνει είναι δυνατό και δέχεται υποκείμενο απαρέμφατο τελικό, π.χ. Ἔστι τοῦτο ποιεῖν (=είναι δυνατό να κάνει κανείς αυτό)
Β. Το εἰμί και το γίγνομαι, όταν έχουν υποκείμενο άναρθρο ουσιαστικό, αφηρημένο κυρίως, παίρνουν τη σημασία του υπάρχω. Στην περίπτωση αυτή, αν το υποκείμενο προσδιορίζεται από επίθετο, το επίθετο αυτό δεν είναι κατηγορούμενο, αλλά επιθετικός προσδιορισμός στο υποκείμενο των ρημάτων, π.χ.
Ἐλπίς μεγίστη ἦν (=υπήρχε πολύ μεγάλη ελπίδα)  ΑΛΛΑ  ἐλπίς ἦν μεγίστη (=η ελπίδα ήταν πολύ μεγάλη)





[1] Η κατάληξη –αιος δηλώνει το χρόνο
Εφη Μανούσακα

Γεννημένη στην Αθήνα, ζω στην Κόρινθο και το 2010 αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών με ειδικότητα φιλολόγου και εξειδίκευση στη Γλωσσολογία. Από το 2008 ασχολούμαι με την κατ' οίκον και μέσω skype διδασκαλία φιλολογικών μαθημάτων για το γυμνάσιο και το λύκειο. τηλ. επικοινωνίας: 6974315169

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε μου ένα σχόλιο

Νεότερη Παλαιότερη