Γραμματική - συνηρημένα ρήματα



ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ  ΡΗΜΑΤΑ

*  Ονομάζονται τα ρήματα τα οποία  συναιρούν τις δυο τελευταίες συλλαβές  π.χ  τιμά-ω τιμῶ, ποιέω-ποιῶ, δηλόω-δηλῶ  και παίρνουν περισπωμένη .
*  Οι καταλήξεις τους στα πρόσωπα σχηματίζονται με τη συναίρεση του τελευταίου φωνήεντος  του θέματος (α ή ε ή ο ) με το φωνήεν της κατάληξης που ακολουθεί.
*  Συνηρημένοι σχηματίζονται : ο Ενεστώτας και ο Παρατατικός της Οριστικής και ο Ενεστώτας στις υπόλοιπες εγκλίσεις και στις δυο φωνές. Οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται κανονικά. Τα συνηρημένα ρήματα ανήκουν στα φωνηεντόληκτα ρήματα .
*      Τα συνηρημένα ρήματα χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες : α.) αω-ῶ, β.) έω-ῶ , γ.) όω-ῶ.

ΤΑ  ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΣΕ  -α ω- ῶ :

Οι βασικές συναιρέσεις της α’ τάξης  είναι οι εξής:

α + ε 
α + η = α
α+ ω   = ω
α + ου = ω
α + ει =ᾳ
α + ῃ = ᾳ
α+ ο    = ω
α + οι  = ῳ


ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ   ΦΩΝΗ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
τιμ-
ἐ-τίμ-ων
τιμ-
τιμ-ῷμι   τιμ-ῴην

τιμ-ᾷς
ἐ-τίμ-ας
τιμ-ᾷς
τιμ- ῷς    τιμ-ῴης
τίμ-α
τιμ-
ἐ-τίμ-α
τιμ-
τιμ-       τιμ-ῴη
τιμ-άτω
τιμ-ῶμεν
ἐ-τιμ-ῶμεν
τιμ-ῶμεν
τιμ- ῷμεν

τιμ-ᾶτε
ἐ-τιμ-ᾶτε
τιμ-ᾶτε
τιμ- ῷτε
τιμ-ᾶτε
τιμ-ῶσιν
ἐ-τίμ-ων
τιμ-ῶσιν
τιμ- ῷεν
τιμ-ώντων
τιμάτ-ωσαν

ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
τιμ-ᾶν
τιμ-ῶν  τιμ-ῶσα  τιμ-ῶν
(γεν. τιμῶντος-τιμώσης-τιμῶντος)


ΜΕΣΗ   ΦΩΝΗ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
τιμ-ῶμαι
ἐ-τιμ-ώμην
τιμ-ῶμαι
τιμ-ῴμην

τιμ-
ἐ-τιμ-
τιμ-
τιμ- ῷο
τιμ-
τιμ-ᾶται
ἐ-τιμ-ᾶτο
τιμ-ᾶται
τιμ- ῷτο  
τιμ-άσθω
τιμ-ώμεθα
ἐ-τιμ-ώμεθα
τιμ-ῶμεθα
τιμ- ῴμεθα

τιμ-ᾶσθε
ἐ-τιμ-ᾶσθε
τιμ-ᾶσθε
τιμ- ῷσθε
τιμ-ᾶσθε
τιμ-ῶνται
ἐ-τιμ-ῶντο
τιμ-ῶνται
τιμ- ῷντο
τιμ-άσθων
τιμ-άσθωσαν

ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
τιμ-ᾶσθαι
τιμ-ώμενος  τιμ-ωμένη τιμ-ώμενον

Τα ρήματα ζῶ-πεινῶ-διψῶ-χρῶμαι (μεταχειρίζομαι) έχουν χαρακτήρα –η- : ζήω, πεινήω-διψήω-χρήομαι  :
στον ενεστώτα και τον παρατατικό κλίνονται σύμφωνα με την κατηγορία των ρημάτων σε –άω , έχουν όμως η-ή ῃ όπου τα ρήματα σε –αω έχουν α ή ᾳ [1].

ζήω-ζῶ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ζ-ῶ
ἔ-ζ-ων
ζ-ῶ
ζ-ῴην
--
ζ-ῆν
ζ-ῇς
ἔ-ζ-ης
ζ-ῇς
ζ-ῴης
ζ-ῆ
ΜΕΤΟΧΗ
ζ-ῇ
ἔ-ζ-η
ζ-ῶ
ζ-ῴη
ζ-ήτω
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ζ-ῶμεν
ἐ-ζ-ῶμεν
ζ-ῶμεν
ζ- ῷμεν
--
ζ-ῶν
ζ-ῆτε
ἐ-ζ-ῆτε
ζ-ῆτε
ζ- ῷτε
ζῆτε
ζ-ῶσα
ζ-ῶσιν
ἔ-ζ-ων
ζ-ῶσιν
ζ- ῷεν
ζώντων
ζ-ῶν


πεινήω-πεινῶ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
πειν-ῶ
ἐ-πείν-ων
πειν-ῶ
πειν-ῴην

πειν-ῆν
πειν-ῇς
ἐ-πείν-ης
πειν-ῇς
πειν-ῴης
πείν-η
ΜΕΤΟΧΗ
πειν-ῇ
ἐ-πείν-η
πειν-ῇ
πειν-ῴη
πειν-ήτω
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
πειν-ῶμεν
ἐ-πειν-ῶμεν
πειν-ῶμεν
πειν- ῷμεν

πειν-ῶν
πειν-ῆτε
ἐ-πειν-ῆτε
πειν-ῆτε
πειν- ῷτε
πειν-ῆτε
πειν-ῶσα
πειν-ῶσιν
ἐ-πείν-ων
πειν-ῶσιν
πειν- ῷεν
πειν-ώντων-
πειν-ήτωσαν
πειν-ῶν

διψήω- διψῶ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΕΝΕΣΤΩΤ
διψ-ῶ
ἐ-δίψ-ων
διψ-ῶ
διψ-ῴην
--
διψ-ῆν
διψ-ῇς
ἐ-δίψ-ης
διψ-ῇς
διψ-ῴης
δίψ-η
ΜΕΤΟΧΗ
διψ-ῇ
ἐ-δίψ-η
διψ-ῇ
διψ-ῴη
διψ-ήτω
ΕΝΕΣΤΩΤ
διψ-ῶμεν
ἐ-διψ-ῶμεν
διψ-ῶμεν
διψ- ῷμεν
--
διψ-ῶν
διψ-ῆτε
ἐ-διψ-ῆτε
διψ-ῆτε
διψ- ῷτε
διψ-ῆτε
διψ-ῶσα
διψ-ῶσιν
ἐ-δίψ-ων
διψ-ῶσιν
διψ- ῷεν
διψ-ώντων-
διψ-ήτωσαν
διψ-ῶν

χρήομαι –χρῶμαι

ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΕΝΕΣΤΩΤ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
χρ-ῶμαι
ἐ-χρ-ώμην
χρ-ῶμαι
χρ-ῴμην  
--
χρ-ῆσθαι
χρ-ῇ
ἐ-χρ-ῶ
χρ-ῇ
χρ-ῷο   
χρ-ῶ
ΜΕΤΟΧΗ
χρ-ῆται
ἐ-χρ-ῆτο
χρ-ῆται
χρ-ῷτο
χρ-ήσθω
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
χρ-ώμεθα
ἐ-χρ-ώμεθα
χρ-ώμεθα
χρ- ῴμεθα
--
χρ-ώμενος
χρ-ῆσθε
ἐ-χρ-ῆσθε
χρ-ῆσθε
χρ- ῷσθε
χρ-ῆσθε
χρ-ωμένη
χρ-ῶνται
ἐ-χρ-ῶντο
χρ-ῶνται
χρ- ῷντο
χρ-ήσθων
χρ-ώμενον


ΤΑ  ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΣΕ  -ε ω    -ῶ

Οι βασικές συναιρέσεις της β’ τάξης είναι οι εξής:

ε + ο   = ου
ε + ω  = ω
ε + ῃ   = ῃ
ε +ει   = ει
ε + ε    = ει
ε + η =   η 
ε + οι =  οι
ε + ου  = ου
(το ε με μακρό φωνήεν ή δίφθογγο συναιρείται στο ίδιο μακρό φωνήεν ή δίφθογγο) .

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ   ΦΩΝΗ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ποι-
ἐ-ποί-ουν
ποι-
ποι-οῖμι
--
ποι-εῖν
ποι-εῖς
ἐ-ποί-εις
ποι-ῇς
ποι-οῖς
ποί –ει
ΜΕΤΟΧΗ
ποι-εῖ
ἐ-ποί-ει
ποι-
ποι-οῖ
ποι-είτω
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ποι-οῦμεν
ἐ-ποι-οῦμεν
ποι-ῶμεν
ποι-οῖμεν
--
ποι-ῶν   
ποι-εῖτε
ἐ-ποι-εῖτε
ποι-ῆτε
ποι-οῖτε
ποι-εῖτε
ποι-οῦσα   
ποι-οῦσιν
ἐ-ποί-ουν
ποι-ῶσιν
ποι-οῖεν
ποι-ούντων
ποι-είτωσαν
ποι-οῦν


ΜΕΣΗ   ΦΩΝΗ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚ
ΕΝΕΣΤΩΤΑ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ποι-οῦμαι
ἐ-ποι-ούμην
ποι-ῶμαι
ποι-οίμην
--
ποι-εῖσθαι
ποι-
ἐ-ποι-οῦ
ποι-
ποι-οῖο
ποι –οῦ
ΜΕΤΟΧΗ
ποι-εῖται
ἐ-ποι-είτω
ποι-ῆται
ποι-οῖτο
ποι-είσθω
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ποι-ούμεθα
ἐ-ποι-ούμεθα
ποι-ώμεθα
ποι-οίμεθα
--
ποι-ούμενος 
ποι-εῖσθε
ἐ-ποι-εῖσθε
ποι-ῆσθε
ποι-οῖσθε
ποι-εῖσθε
ποι-ουμένη  
ποι-οῦνται
ἐ-ποι-οῦντο
ποι-ῶνται
ποι-οῖντο
ποι-ούσθων
ποι-είσθωσαν
ποι-ούμενον

Παρατηρήσεις:
1.    Τα ρήματα σε –εω με μονοσύλλαβο θέμα συναιρούνται μόνο όταν μετά τον χαρακτήρα –ε- του θέματος ακολουθεί κατάληξη σε –ε ή –ει. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις κλίνονται χωρίς να συναιρούνται .
Ορισ. Ενεστ : πνέω- πνεῖς –πνεῑ - πνέομεν – πνεῖτε-πνέουσι(ν)
            Παρατ: ἔπνεον- ἔπνεις -ἔπνει- ἐπνέομεν-ἐπνεῖτε-ἔπνεον
Υποτ  Ενεσ :    πνέω-πνέης-πνέη-πνέωμεν-πνέητε-πνέωσι(ν)
Ευκτ   Ενεσ :   πνέοιμι- πνέοις-πνέοι-πνέοιμεν-πνέοιτε-πνέοιεν
Προσ. Ενεσ :   πνεῑ - πνείτω- πνεῖτε- πνεόντων/ πνείτωσαν        
Απαρ  Ενεσ :  πνεῖν  
Μετοχή Ενεστ : πνέων-πνέουσα-πνέον

2.    Το ρήμα δέω(= έχω ανάγκη) στην μέση φωνή κλίνεται ως εξής:
Ορισ. Ενεστ : δέομαι- δέει/ δέῃ - δεῖται- δεόμεθα- δεῖσθε- δέονται
            Παρατ: ἐδεόμην- ἐδέου - ἐδεῑτο- ἐδεόμεθα-ἐδεῖσθε- ἐδέοντο
Υποτ  Ενεσ :    δέωμαι -  δεῃ-δέηται- δεώμεθα- δέησθε- δέωνται
Ευκτ   Ενεσ :   δεοίμην- δέοιο- δέοιτο-  δεοίμεθα- δέοισθε- δέοιντο
Προσ. Ενεσ :   δέου- δείσθω - δεῖσθε- δείσθων/ δείσθωσαν        
Απαρ  Ενεσ :  δεῖσθαι
Μετοχή Ενεστ : δεόμενος-δεομένη –δεόμενον.

3.    Το ρήμα δέω (= δένω) βρίσκεται συνήθως συνηρημένο και στους τύπους που δεν συναιρούνται τα άλλα ρήματα με μονοσύλλαβο θέμα :
Οριστ Ενεσ : δῶ- δεῖς- δεῖ- δοῦμεν- δεῖτε - δοῦσιν κλπ
4.    Το ρήμα εἰσ-φρέ-ω (ως μεταβ.=αφήνω κάτι να μπει, ως αμεταβ. =μπαίνω, εισχωρῶ) συνήθως συναιρείται σε όλα τα πρόσωπα και μάλιστα στον παρατατικό.
Οριστ  Ενεσ : εἰσφρῶ-εἰσφρεῖς-εἰσφρεῖ - εἰσφροῦμεν- εἰσφρεῖτε – εἰσφροῦσι
              Παρατ : εἰσέφρουν- εἰσέφρεις-εἰσέφρει-εἰσεφροῦμεν- εἰσεφρεῖτε- εἰσέφρουν


ΤΑ  ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΣΕ  -οω- ῶ :

Οι βασικές συναιρέσεις της γ’ τάξης είναι οι εξής:

ο + ω  = ω    
ο + ε    = ου
ο + ει  = οι
ο + οι  =οι
ο+  η   = ω    
ο + ο   = ου
ο + ῃ   = οι
ο+ ου  = ου
         
                                                                             
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ   ΦΩΝΗ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
δηλ-
ἐ-δήλ-ουν
δηλ-
δηλ-οῖμι/ δηλ-οίην

δηλ-οῖς
ἐ-δήλ-ους
δηλ-οῖς
δηλ-οῖς/δηλ-οίης
δήλ-ου
δηλ-οῖ
ἐ-δήλ-ου
δηλ-οῖ
δηλ-οῖ/ δηλ-οίη
δηλ-ούτω
δηλ-οῦμεν
ἐ-δηλ-οῦμεν
δηλ-ῶμεν
δηλ-οῖμεν

δηλ-οῦτε
ἐ-δηλ-οῦτε
δηλ-ῶτε
δηλ-οῖτε
δηλ-οῦτε
δηλ-οῦσιν
ἐ-δήλ-ουν
δηλ-ῶτε
δηλ-οῖεν
δηλ-ούντων
δηλ-ούτωσαν

ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
δηλ-οῦν
δηλ-ῶν  δηλ-οῦσα  δηλ-οῦν
(γεν. δηλοῦντος-δηλούσης-δηλοῦντος)

ΜΕΣΗ   ΦΩΝΗ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
δηλ-οῦμαι
ἐ-δηλ-ούμην
δηλ-ῶμαι
δηλ-οίμην

δηλ-οῖ
ἐ-δηλ-οῦ
δηλ-οῖ
δηλ-οῖο
δηλ-οῦ
δηλ-οῦται
ἐ-δηλ-οῦτο
δηλ-ῶται
δηλ-οῖτο
δηλ-ούσθω
δηλ-ούμεθα
ἐ-δηλ-ούμεθα
δηλ-ώμεθα
δηλ-οίμεθα

δηλ-οῦσθε
ἐ-δηλ-οῦσθε
δηλ-ῶσθε
δηλ-οῖσθε
δηλ-οῦσθε
δηλ-οῦνται
ἐ-δηλ-οῦντο
δηλ-ῶνται
δηλ-οῖντο
δηλ-ούσθων δηλ-ούσθωσαν

ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
δηλ-οῦσθαι
δηλ-ούμενος   δηλ-ουμένη   δηλ-ούμενον

Παρατήρηση: Το ρήμα ῥιγόω-ῥιγῶ (=με πιάνει ρίγος, κρυώνω) είχε χαρακτήρα –ω-  και για αυτό όταν συναιρείται έχει –ω- και –ῴ- , όπου τα ρήματα σε –οω έχουν ου ή οι . Συναιρεί δηλαδή τον χαρακτήρα –ω- με το επόμενο φωνήεν παντού σε –ω-  -
Ορισ. Ενεστ : ῥιγῶ - ῥιγῷς -  ῥιγῷ - ῥιγῶμεν -  ῥιγῶτε-   ῥιγῶσι(ν)
Παρατ:  ἐρρίγων-  ἐρρίγως - ἐρρίγω - ἐρριγῶμεν- ἐρριγῶτε - ἐρρίγων
Υποτ  Ενεσ :   ῥιγῶ - ῥιγῷς -  ῥιγῷ - ῥιγῶμεν -  ῥιγῶτε-   ῥιγῶσι(ν)
Ευκτ   Ενεσ :   ῥιγῷμι -  ῥιγῷς - ῥιγῷ-   ῥιγῷμεν -  ῥιγῷτε - ῥιγῷεν
Προσ. Ενεσ :   δεν έχει
Απαρ  Ενεσ : ῥιγῶν  
Μετοχή Ενεστ : ῥιγῶν - ῥιγῶσα- ῥιγῶν (γεν. ῥιγῶντος)




[1] Όμοια με τα παραπάνω κλίνονται τα ρήματα: κνήω-κνῶ(=ξύνω), νήω-νῶ(=γνέθω) και ψήω-ψῶ(=τρίβω).

Εφη Μανούσακα

Γεννημένη στην Αθήνα, ζω στην Κόρινθο και το 2010 αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών με ειδικότητα φιλολόγου και εξειδίκευση στη Γλωσσολογία. Από το 2008 ασχολούμαι με την κατ' οίκον και μέσω skype διδασκαλία φιλολογικών μαθημάτων για το γυμνάσιο και το λύκειο. τηλ. επικοινωνίας: 6974315169

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε μου ένα σχόλιο

Νεότερη Παλαιότερη